- κρυόμετρο(ν)
- το градусник (для низких температур)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυοσκόπιο — το φυσ. όργανο για τη μέτρηση τής θερμοκρασίας πήξης ενός διαλύματος μόλις αυτή αρχίζει, αλλ. κρυόμετρο … Dictionary of Greek